- σαπρόκνημος
- σαπρό-κνημος, ον,A rotting the legs,
ἕλκη Dsc.4.182
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕλκη Dsc.4.182
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαπρόκνημος — ον, Α 1. αυτός που προκαλεί σήψη στις κνήμες («σαπρόκνημα ἔλκη», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει σαπρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + κνημος (< κνήμη), πρβλ. λευκό κνημος, παχύ κνημος] … Dictionary of Greek
σαπροκνήμους — σαπρόκνημος rotting the legs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπροκνήμων — σαπρόκνημος rotting the legs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)